- πολυπράγματος
- πολυπράγμ-ᾰτος, ον,A = πολυπράγμων, Palaeph.Praef., Procl.Par.Ptol.228.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυπράγματος — ον, Α πολυπράγμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πρᾶγμα, ατος] … Dictionary of Greek
πολυπράγματοι — πολυπράγματος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοπραγματώ — μονοπραγματῶ, έω (Α) ασχολούμαι με μία μόνο υπόθεση, καταγίνομαι με ένα μόνο πράγμα («βέλτιον ἕκαστον ἔργον τυγχάνει τῆς ἐπιμελείας μονοπραγματούσης ἢ πολυπραγματούσης», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πραγματῶ (< πράγμα), κατά το αντί θ.… … Dictionary of Greek
πολυπραγματώ — έω, Α [πολυπράγματος] πολυπραγμονώ, εξετάζω πολύ προσεκτικά κάτι … Dictionary of Greek